οχυρώνω

οχυρώνω
[охироно] р. укреплять

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οχυρώνω" в других словарях:

  • οχυρώνω — οχυρώνω, οχύρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οχυρώνω — (ΑΜ ὀχυρῶ, όω) [οχυρός] 1. εξασφαλίζω την αμυντική ικανότητα ενός τόπου ή μιας στρατιωτικής θέσης με τεχνικά μέσα, τήν καθιστώ δυσπρόσβλητη από τον εχθρό («τὴν πόλιν ὀχυροῡν», Πολ.) 2. (μέσ. και παθ.) οχυρώνομαι εξασφαλίζομαι από επίθεση,… …   Dictionary of Greek

  • οχυρώνω — οχύρωσα, οχυρώθηκα, οχυρωμένος 1. κάνω απρόσβλητη μια θέση με τεχνικά έργα. 2. μέσ., οχυρώνομαι πιάνω θέση απρόσβλητη: Οχυρώθηκαν στα στενά του Ρούπελ. 3. μτφ., χρησιμοποιώ ως μέσο, ως επιχείρημα, ως πρόσχημα: Οχυρώνεται πίσω από το νόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντειχίζω — ἐντειχίζω (AM) 1. τειχίζω, οχυρώνω («ἐν δὲ ταῑς πόλεσι ἀκροπόλεις ἐντειχίζειν», Ισοκρ.) 2. μέσ. ἐντειχίζομαι α) περιβάλλω με τείχος, οχυρώνω β) περιορίζω μέσα στο τείχος, πολιορκώ …   Dictionary of Greek

  • καταπυργώ — κοταπυργῶ, όω (Μ) οχυρώνω με πύργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυργῶ «οχυρώνω με πύργους» (< πύργος)] …   Dictionary of Greek

  • προαποσταυρώ — όω, Α οχυρώνω έναν τόπο προηγουμένως με χαράκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσταυρῶ «περιφράσσω, οχυρώνω με πασσάλους»] …   Dictionary of Greek

  • προκατοχυρώ — όω, Μ οχυρώνω καλά εκ τών προτέρων («τὸ Βυζάντιον προκατοχυρώσας», Νικηφ. Πατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοχυρῶ «οχυρώνω, εξασφαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αποσταυρώ — ἀποσταυρῶ ( όω) (Α) περιφράζω, οχυρώνω με πασσάλους …   Dictionary of Greek

  • αποταφρεύω — ἀποταφρεύω (Α) περιβάλλω, ενισχύω, οχυρώνω (με τάφρο) …   Dictionary of Greek

  • αποχαρακώνω — (Α ἀποχαρακῶ, όω) νεοελλ. 1. τελειώνω το χαράκωμα, τη χάραξη γραμμών 2. τελειώνω το χαράκωμα των κλημάτων αρχ. οχυρώνω με χαράκωμα …   Dictionary of Greek

  • αποχυρώ — ἀποχυρῶ ( όω) (Α) 1. οχυρώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ἀπωχυρωμένος αδέκαστος, αδιάφθορος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»